- ημιχόριο
- Στην αρχαία τραγωδία και κωμωδία, ονομασία για το μισό τμήμα του χορού. Κανονικά, ο χορός εμφανιζόταν στα αρχαία έργα ως αδιαίρετο σύνολο, υπάρχουν όμως και σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες ανώτεροι λόγοι της δράσης επέβαλαν τον χωρισμό του σε δύο μέρη (για να γίνει διάκριση των δύο φύλων, να διαφωνήσουν οι υποκριτές κλπ.). Η διαίρεση του χορού ονομαζόταν διχορία και τα άσματα καθενός τμήματος αντιχόρια, υπάρχουν όμως αντιγνωμίες έως σήμερα για το θέμα αυτό. Στη χορική λυρική ποίηση δεν υπάρχουν μαρτυρίες για τον διαχωρισμό του χορού.
Dictionary of Greek. 2013.