ημιχόριο

ημιχόριο
Στην αρχαία τραγωδία και κωμωδία, ονομασία για το μισό τμήμα του χορού. Κανονικά, ο χορός εμφανιζόταν στα αρχαία έργα ως αδιαίρετο σύνολο, υπάρχουν όμως και σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες ανώτεροι λόγοι της δράσης επέβαλαν τον χωρισμό του σε δύο μέρη (για να γίνει διάκριση των δύο φύλων, να διαφωνήσουν οι υποκριτές κλπ.). Η διαίρεση του χορού ονομαζόταν διχορία και τα άσματα καθενός τμήματος αντιχόρια, υπάρχουν όμως αντιγνωμίες έως σήμερα για το θέμα αυτό. Στη χορική λυρική ποίηση δεν υπάρχουν μαρτυρίες για τον διαχωρισμό του χορού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ημιχόριο — το ένα από τα δύο τμήματα του χορού στα αρχαία δράματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”